Πέμπτη 7 Φεβρουαρίου 2019

« Ο ξεσηκωμός του Γένους των Ηρώων» Θεατρικό για τη γιορτή της 25ης Μαρτίου 1821

ΘΕΑΤΡΙΚΟ

« Ο ξεσηκωμός του Γένους των  Ηρώων»


Σκηνή 1η

(Ένας άνθρωπος, ο ιστορικός που γράφει για τα γεγονότα της Επανάστασης, κάθεται μπροστά από ένα τραπέζι που έχει πάνω του ένα σωρό από βιβλία και χαρτιά. Διαβάζει, σκέφτεται και γράφει.)

Αφηγητής : Μαύρη σκλαβιά είχε πλακώσει τους Έλληνες. Άλλοι πιο πριν, άλλοι μετά το 1453, τότε που οι Τούρκοι μας πήραν την Πόλη, οι Έλληνες είχαν γίνει από αφεντάδες, σκλάβοι κι από λαός της γνώσης και της λευτεριάς, λαός παρακατιανός, λαός ξεσπιτωμένος. Κίνησαν πολλές φορές να λευτερωθούν, μα το χατζάρι του Τούρκου έσπερνε τρόμο κι αίμα. Έδωσε όμως ο Θεός κάποτε, ενωθήκανε και κάνανε έναν μεγάλο ξεσηκωμό, 1821 ήτανε, και τότε φωτίστηκε και πάλι η γη των Ελλήνων από τον Ήλιο της Λευτεριάς.

Γι’ αυτόν τον ξεσηκωμό σας γράφω, για να μάθουνε όλοι αυτά που μου είπανε, που είδα, που έζησα, για να μην ξεχάσουμε ποτέ πώς κατάφερε να αναστηθεί ένα ολάκερο έθνος.





Σκηνή 2η

Αφηγητής : Η αλήθεια είναι ότι η επιθυμία για λευτεριά δε γεννήθηκε εκείνη τη μέρα. Για την ακρίβεια, δεν πέθανε ποτέ! Από τη μέρα της Άλωσης οι Έλληνες ορκίζονταν πως «Πάλι με χρόνους με καιρούς, πάλι δικά μας θα ‘ναι». Αυτοί, όμως, που όργωσαν τις καρδιές των Ελλήνων κι έσπειραν στην ψυχή τους την αγάπη για την ελευθερία  ήταν οι μορφωμένοι Έλληνες της εποχής, οι λόγιοι, καθώς τους έλεγαν. Κοσμάς ο Αιτωλός, Αδαμάντιος Κοραής και  πρώτος από όλους ο Ρήγας!

(Μπαίνει στη σκηνή ο Ρήγας Φεραίος)

Ρήγας : Ως πότε παλικάρια, θα ζούμε στα στενά,
μονάχοι σαν λιοντάρια, στις ράχες στα βουνά;
Καλύτερα μιας ώρας ελεύθερη ζωή,
παρά σαράντα χρόνια σκλαβιά και φυλακή.

Με μια καρδιά όλοι, μια γνώμη, μια ψυχή,
χτυπάτε του τυράννου, την ρίζα να χαθεί.
Να ανάψουμε μια φλόγα, σε όλη την Τουρκιά,
να τρέξει από την Μπόσνα και ως την Αραπιά.

Ψηλά στα μπαϊράκια σηκώστε τον σταυρό
και σαν αστροπελέκια χτυπάτε τον εχθρό.
Ποτέ μη στοχαστείτε, πως είναι δυνατός,
καρδιοχτυπά και τρέμει σαν τον λαγό κι αυτός.

Να σφάξουμε τους λύκους που στον ζυγόν βαστούν,
και Χριστιανούς και Τούρκους, σκληρά τους τυραννούν.
Στεργιάς και του πελάγου να λάμψει ο σταυρός,
και στη δικαιοσύνη να σκύψει ο εχθρός.

Ο κόσμος να γλιτώσει απ’ αύτη την πληγή,
κι ελεύθεροι να ζούμε αδέλφια εις την γη.





Σκηνή 3η

(Τα φώτα κλείνουν… Σε ένα τραπέζι κάθονται τρία άτομα. Από τα ηχεία ακούγεται η φωνή του Αφηγητή)

Αφηγητής : 14 Σεπτέμβρη του 1814. Ημέρα του Σταυρού. Την ημέρα εκείνη διάλεξε ο Θεός να στείλει φώτιση σε μια συντροφιά από τρεις άγνωστους τότε Έλληνες, τον Σκουφά, τον Τσακάλωφ και τον Ξάνθο, που σε ένα φτωχό σπίτι της Οδησσού αποφάσισαν να  βάλουν φωτιά στο μπουρλότο της λευτεριάς και να λιώσουν τις τούρκικες αλυσίδες.

Τσακάλωφ : Είχε κανείς νέα σας από την πατρίδα;

Σκουφάς : Σήμερα έλαβα γράμμα από τον ξάδερφό μου. Μάτωσε πάλι η ψυχή μου με αυτά που διάβασα.

Ξάνθος : Γιατί; Τι σου έγραφε;

Σκουφάς : Μπήκανε, λέει, οι Τούρκοι στο σπίτι μιας κοπέλας και, αφού πρώτα σκότωσαν τον άντρα της, της άρπαξαν το παιδί. Δύο χρονών παιδί, να το κάνουν γενίτσαρο, λέει, να υπηρετεί τον Σουλτάνο!

Τσακάλωφ : Την κατάρα μου να έχουν οι άτιμοι!

Ξάνθος : Τόσα χρόνια αίμα, πόνος και θρήνος.

Σκουφάς : Δε βαστάει άλλο πια η καρδιά μου, αδέρφια. Πρέπει κάτι να κάνουμε!

Τσακάλωφ : Πρέπει να ξυπνήσουμε τους Ρωμιούς! Πώς όμως; Ούτε παράδες έχουμε, ούτε όπλα!

Ξάνθος : Τι είμαστε εμείς, βρε παιδιά, για να γυρίσουμε ανάποδα τον κόσμο; Ένας υπάλληλος και δυο απλοί έμποροι είμαστε. Πώς θα τα βάλουμε με τα θηρία;

Σκουφάς : Αδέρφια, δε χρειάζονται παράδες, ούτε σπαθιά και τουφέκια, άλλο χρειάζεται ο Ρωμιός για να διώξει τους Τούρκους.

Ξάνθος : Για λέγε… Εσύ κάτι έχεις σκεφτεί!

Σκουφάς : Τα παλιά τα χρόνια οι Έλληνες είχαν κάνει έναν πόλεμο μεγάλο! Είχαν πάει να κατακτήσουν μια μεγάλη πόλη, την Τροία.

Τσακάλωφ : Και την κατέλαβαν με το τέχνασμα του Οδυσσέα που έφτιαξε τον Δούρειο Ίππο. Γνωστά αυτά. Μαθήματα Ιστορίας θα κάνουμε τώρα;

Σκουφάς : Ακριβώς! Αυτό μας οδηγεί! Η Ιστορία μας! Ξέρετε γιατί νίκησαν τότε;

Ξάνθος : Νίκησαν γιατί πολέμησαν από μέσα τον εχθρό και γιατί, εκτός από τα όπλα, κινήθηκαν μυστικά και είχαν την ελπίδα ότι θα τελειώσουν τα βάσανά τους και θα επιστρέψουν στα σπίτια τους!

Σκουφάς : Έτσι, μπράβο! Αυτό θα κάνουμε κι εμείς.

Τσακάλωφ : Λοιπόν, ας σκεφτούμε για λίγο τι μπορούμε να κάνουμε.

(Σηκώνονται, περπατάνε γύρω από το τραπέζι. Κάποια στιγμή τους αρπάζει από το χέρι ο Τσακάλωφ)

Τσακάλωφ : Αδέρφια, το βρήκα! Θα φτιάξουμε το δικό μας Δούρειο Ίππο! Μια μυστική οργάνωση! Σκοπός της η προετοιμασία του ξεσηκωμού, όχι μόνο των Ελλήνων, αλλά όλων των Χριστιανικών λαών ενάντια στον Τούρκο κατακτητή και η απελευθέρωση του Γένους, όπως μας είχε πει ο Ρήγας!

Ξάνθος : Συμφωνώ! Φίλοι της πατρίδας είμαστε, προτείνω να την πούμε «Φιλική Εταιρεία».

Σκουφάς :  Και να ορκίζουμε, όσους μπορούμε, με όρκους φοβερούς! Κανείς  να μην προδώσει την οργάνωση!

Τσακάλωφ : Όμως, ποιος θα είναι ο αρχηγός μας; Ποιος θα λέμε ότι θα μας βοηθήσει; Η Ρωσία; Η Αγγλία;

Σκουφάς : Χαχαχα! Όλοι τους! Αλλά στην πραγματικότητα κανείς! Αυτό θα είναι το μεγάλο μας όπλο! Ας καταλάβει κάθε Έλληνας ό,τι τον βολεύει! Έτσι δε θα καταλάβει ότι μονάχος του θα λευτερώσει τον τόπο του!

Ξάνθος : Μια ζωή μόνοι μας πολεμάγαμε. Όμως η λευτεριά ταιριάζει μόνο σε εκείνους που μάχονται για αυτήν!

Τσακάλωφ : Άραγε, θα έρθει η λευτεριά;

Σκουφάς : Αποφάσισες να πεθάνεις για τη λευτεριά; Από κείνη την ώρα είσαι κιόλας λεύτερος!

Τσακάλωφ : Σωστό! Φέρτε μου  αμέσως το Ευαγγέλιο. Ήρθε η ώρα να ορκιστούμε. Κι όποιος προδώσει το μυστικό, εχθρός του Θεού και της Πατρίδας είναι και, είτε ο Θεός, είτε η πατρίδα θα τον τιμωρήσει!

(Ακούγεται από τα ηχεία ηχογραφημένος ο όρκος της Φιλικής Εταιρείας)

…Ορκίζομαι εις Σε, ω ιερά πλην τρισάθλια Πατρίς !  Ορκίζομαι εις τας πολυχρονίους βασάνους Σου. Ορκίζομαι εις τα πικρά δάκρυα τα οποία τόσους αιώνας έχυσαν και χύνουν τα ταλαίπωρα τέκνα Σου, εις τα ίδια μου δάκρυα, χυνόμενα κατά ταύτην την στιγμήν, και εις την μέλλουσαν ελευθερίαν των ομογενών μου ότι αφιερώνομαι όλως εις Σε. Εις το εξής συ θέλεις είσαι η αιτία και ο σκοπός των διαλογισμών μου. Το όνομά σου ο οδηγός των πράξεών μου, και η ευτυχία Σου η ανταμοιβή των κόπων μου.





Σκηνή 4η

(Τα φώτα κλείνουν… Σε ένα δωμάτιο κάθεται ο Καποδίστριας. Στη μία άκρη, στην «πόρτα», στέκει ο φρουρός του. Στην άλλη μια υπηρέτρια. Από τα ηχεία ακούγεται η φωνή του αφηγητή.)

Αφηγητής : Κάνανε καλή δουλειά οι Φιλικοί. Σε λίγα χρόνια χιλιάδες Ρωμιοί μπήκαν στην οργάνωση. Μέρα με τη μέρα οι Έλληνες δυνάμωναν κι ετοιμάζονταν για το μεγάλο ξεσηκωμό. Αποφάσισαν, λοιπόν, οι Φιλικοί να βρουν έναν αρχηγό, τον ηγέτη που  θα απελευθερώσει την πατρίδα, γι’ αυτό απευθύνθηκαν στον πιο άξιο και ικανό Έλληνα, τον κόμη Ιωάννη Καποδίστρια.

Υπηρέτρια :  Θα θέλατε κάτι ακόμα, κύριε;

Καποδίστριας : Όχι, αγαπητή μου. Σε λίγο θα έχω μια πολύ ενδιαφέρουσα συνάντηση. Σε παρακαλώ να φροντίσεις να μη με ενοχλήσει κανείς.

Υπηρέτρια : Μάλιστα, κύριε. 

Καποδίστριας : Σε ευχαριστώ πολύ. Μπορείς να πηγαίνεις.

(Χτυπάει η πόρτα. Ο φρουρός μπαίνει στη σκηνή)

Φρουρός : Κόμη μου, κάποιος κύριος Αναγνωστόπουλος είναι στην πόρτα και ζητάει για να σε δει.

Καποδίστριας : Πες του να περάσει. Και, σε παρακαλώ, βγες έξω από το σπίτι κι έλεγξε αν υπάρχει κανείς που να μας παρακολουθεί.

Φρουρός : Όπως διατάξεις, κόμη μου.

(Η υπηρέτρια ανοίγει την πόρτα κι οδηγεί τον κ. Αναγνωστόπουλο στο γραφείο του Καποδίστρια)

Αναγνωστόπουλος : Καλησπέρα σας, Κόμη μου.

Καποδίστριας : Καλησπέρα σας, αγαπητέ μου.

Αναγνωστόπουλος : Ονομάζομαι Αναγνωστόπουλος Παναγιώτης, έχω έρθει να σας κάνω μια πρόταση που πιστεύω ότι θα  σας ενδιαφέρει πολύ!

Καποδίστριας : Μεγάλη μου τιμή  που σας γνωρίζω, κύριε Αναγνωστόπουλε. Θα ακούσω την πρότασή σας με μεγάλη προσοχή.

Αναγνωστόπουλος : Είμαι απεσταλμένος μιας εθνικής οργάνωσης, της Φιλικής Εταιρείας. Έχουμε προετοιμάσει μυστικά τον αγώνα για την απελευθέρωση του Γένους. Όμως, χωρίς ηγέτη, τίποτα δε μπορεί να γίνει! Σας προσφέρουμε, λοιπόν, τη θέση του Αρχηγού!

Καποδίστριας : Είναι πολύ τιμητική η πρότασή σας. Όμως θα πρέπει να σας δηλώσω ότι έχω τις επιφυλάξεις μου για το αποτέλεσμα των ενεργειών σας. Φοβάμαι ότι τυχόν αποτυχία σας θα  προκαλέσει τον αφανισμό του έθνους μας. Λυπάμαι, δε μπορώ να αποδεχτώ την προσφορά σας.

Αναγνωστόπουλος : Εξοχότατε, δεν περίμενα να αρνηθείτε. Πιστεύουμε ότι έχουμε κάνει ό,τι ήταν δυνατό για να πετύχουμε. Σε κάθε περίπτωση σας ευχαριστώ για το χρόνο σας. Καληνύχτα σας.

Καποδίστριας : Ο Θεός μαζί σας και με την πατρίδα μας! Καλή σας νύχτα!

(Ο Αναγνωστόπουλος φεύγει. Μπαίνει στο δωμάτιο η υπηρέτρια. Ο Καποδίστριας μένει σκεπτικός και χαμογελαστός.)

Υπηρέτρια : Κόμη μου, είστε καλά;

Καποδίστριας : Ναι, Μαρία. Πιο αισιόδοξος από ποτέ!

Υπηρέτρια : Αυτό με κάνει πολύ ευτυχισμένη!

Καποδίστριας : Εμένα με κάνει ευτυχισμένο το γεγονός ότι σύντομα η πατρίδα θα ξεσκλαβωθεί.

Υπηρέτρια : Μακάρι! Μου φάνηκε ότι ο κύριος που ήρθε πριν, έφυγε λίγο στεναχωρημένος.

Καποδίστριας : Μου ζήτησε να τον βοηθήσω σε κάτι, αλλά δεν το έκανα. Όχι γιατί δε μπορώ να τον βοηθήσω, αλλά γιατί από τη θέση που έχω τώρα μπορώ να τον βοηθήσω πολύ περισσότερο!

Υπηρέτρια : Και γιατί δεν του το είπατε;

Καποδίστριας : Καμιά φορά η αλήθεια, Μαρία, δεν είναι ούτε χρήσιμη, ούτε ασφαλής! Να δώσει ο Θεός κι έρχονται μεγάλες μέρες, μέρες χαράς και φωτός!

Υπηρέτρια : Δεν σας καταλαβαίνω, Εξοχότατε.

Καποδίστριας : Δεν πειράζει, Μαρία μου. Έχε πίστη στο Θεό και καρδιά να αντέξεις όλα όσα θα έρθουν!






Σκηνή 5η

(Κάμποσες γυναίκες είναι μαζεμένες σε ένα σπίτι και δουλεύουν. Φτιάχνουν μπαρουτόβολα για τους στρατιώτες).

Αφηγητής : Οι Έλληνες ξεσηκώθηκαν σε όλη την Ελλάδα. Σύντομα ήρθαν και οι πρώτες μεγάλες νίκες. Στο αγώνα μπήκαν όλοι, πλούσιοι και φτωχοί, άνδρες, γυναίκες και παιδιά. Οι άντρες πολεμούσαν τον εχθρό και οι γυναίκες έφτιαχναν τρόφιμα και βόλια. Όλοι μαζί για να διώξουν τον Τούρκο δυνάστη.

Ελένη : Άντε, Μαριώ, γρήγορα!

Μαριώ : Κάνω όσο πιο γρήγορα μπορώ, βρε Ελένη! 

Ιωάννα : Δεν έχουμε χρόνο. Πρέπει να τελειώνουμε με τα μπαρουτόβολα. Σε λίγο θα έρθει η αρχόντισσα Λασκαρίνα να τα παραλάβει!

(Κάνουν ότι εργάζονται)

Ελένη : Βρε Μαριώ, δεν τα φτιάχνεις καλά τα βόλια.

Μαριώ : Γιατί; Τι λάθος κάνω;

Ελένη : Έλα να στο ξαναδείξω γιατί θα με σκάσεις! Κοίτα : παίρνεις  το χαρτί, το τυλίγεις σαν μικρό χωνάκι και βάζεις μέσα το μπαρούτι κι ένα βόλι. Μετά το σφίγγεις γερά και είναι έτοιμο. Κατάλαβες;

Μαριώ : Κάτσε να το ξανακάνω.  (Φτιάχνει ένα μπαρουτόβολο.) Το έφτιαξα καλά;

Ελένη : Μπράβο! Αυτό μάλιστα!

Ιωάννα : Τι βιβλίο είναι αυτό που σκίζεις;

Μαριώ : Μου τα έδωσε ο δάσκαλος. Μου είπε ότι γράφει κάτι για μια Αντιγόνη ενός Σοφοκλή. Μόνο τα βιβλία της Εκκλησίας δε θα χαλάσουμε, έτσι μου είπε ο καπετάνιος, έτσι θα γίνει.

Ελένη : Αχ, και να ήξερες τι βιβλία χαλάμε για να φτιάξουμε τα μπαρουτόβολα! Τι να γίνει όμως; Όλα για την πατρίδα!

Μαριώ : Αυτά τα βιβλία κρατήσανε όρθια την πατρίδα, αυτά και θα την ελευθερώσουνε!

Ιωάννα : Βρε κορίτσια, φτιάχνω από το πρωί μπαρουτόβολα και θέλω από ώρα να σας ρωτήσω : Νιώθετε κι εσείς σαν να φτιάχνετε τα προικιά για το γάμο σας;

Μαριώ : Από την ώρα που αρχίσαμε την επανάσταση, όλη η Ελλάδα έχει γιορτή!

Ελένη : Κι όμως, σαν να πάμε σε γιορτή είναι η ώρα, σαν να κάνουμε το γάμο μας! Το γάμο του Έθνους μας με την Ελευθερία!

Ιωάννα : Εμένα πάντως μου το είπε ο Μήτρος. Θα παντρευτούμε το Δεκέμβρη, που θα έχουμε απελευθερώσει όλη την πατρίδα.

Μαριώ : Εμένα ο Διαμαντής  μου είπε ότι, σαν διώξουμε τον Δράμαλη, θα έρθει να με ζητήσει από τον πατέρα μου.

Ελένη : Εμένα ο Γιάννος μου σκοτώθηκε στο Βαλτέτσι. Κατάστηθα τον βρήκε το βόλι, μου είπε ο παπα-Λάμπρος. Τώρα, ο αδερφός μου ο Αργύρης μπήκε στο στράτευμα του Κολοκοτρώνη, θα εκδικηθεί, όπως πρέπει, για το θάνατο του άντρα μου!

Μαριώ : Όλοι μας χάσαμε δικούς μας ανθρώπους.

Ιωάννα : Ας πάψουμε την κουβέντα τώρα. Πρέπει να κάνουμε γρήγορα.

(Οι γυναίκες δουλεύουν. Μπαίνει στη σκηνή ο Στέλιος κρατώντας μερικές κούτες.)

Στέλιος : Γυναίκες, ώρα σας καλή! Έφερα τα βόλια!

Ελένη : Άντε, βρε Στέλιο! Από χτες σε περιμένουμε!

Στέλιος : Έχω φτιάξει μπόλικα. Βέβαια, χρειάστηκε να λιώσω μέχρι και τους μεντεσέδες από τα παράθυρα των σπιτιών, αλλά χαλάλι, βρε! Όλα για τον αγώνα!

Μαριώ : Έχεις κανένα νέο;

Στέλιος : Χαρές και πανηγύρια, γυναίκες! Ο Κολοκοτρώνης τον τσάκισε το Δράμαλη! Μαζί με τον Νικηταρά και χιλιάδες ακόμα πατριώτες τον στρίμωξε σε κάτι βουνά, Δερβενάκια μου τα είπανε, και του χάλασε το ασκέρι! Σύντομα θα είμαστε λεύτεροι!

Ιωάννα : Άντε, Μαριώ, η ώρα η καλή! Σίμωσε η ώρα του γάμου!

(Γελάνε όλες μαζί!)

Στέλιος : Γυναίκες, ησυχία! Έρχεται η αρχόντισσα Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα.

(Μπαίνει με αργό βηματισμό η Λασκαρίνα Μπουμπουλίνα που συνοδεύεται από τρεις στρατιώτες της)

Μπουμπουλίνα : Καλή σας μέρα!

Στέλιος : Καλή σου μέρα, αρχόντισσα Μπουμπουλίνα!

Μπουμπουλίνα : Είναι έτοιμα τα μπαρουτόβολα; Κάνατε καλή δουλειά;

Στέλιος : Έτοιμα είναι.

Μπουμπουλίνα : Δεν έχουμε χρόνο για χάσιμο. Στρατιώτες, πάρτε τα και φεύγουμε. Γρήγορα να τα φορτώσουμε στο πλοίο μου, τον «Αγαμέμνονα».

Στρατιώτης 1 : Μάλιστα, αρχόντισσα! (Απευθύνεται στους άλλους στρατιώτες) Εμπρός, πάρτε τα γρήγορα και πάμε στο καράβι!

Στρατιώτης 2 : Αμέσως! Έλα, Γιακουμή!

Στρατιώτης 3 : Πάμε γρήγορα!

Μαριώ : Δε θα κάτσεις λίγο να ξεκουραστείς, κυρά;

Μπουμπουλίνα :  Δεν προλαβαίνουμε. Πρέπει να τρέξουμε  να βοηθήσουμε τα αδέρφια μας!

Ιωάννα : Θα λευτερωθούμε, λες;

Στέλιος : Με καπετάνισσες σαν την Μπουμπουλίνα θα τους φτάσουμε στην Κόκκινη Μηλιά!

Μπουμπουλίνα : Άσε τα παχιά τα λόγια εσύ! Γρήγορα, να στρωθούμε στη δουλειά! Εγώ τρέχω για το καράβι μου, να μην αφήσουμε κανέναν Αγαρηνό στα χώματα της πατρίδας μας.

Στέλιος : Ώρα καλή, Μπουμπουλίνα!

Ιωάννα : Στο καλό!

Μαρία : Με τη νίκη!

Μπουμπουλίνα : Αντίο, παιδιά! Καλή λευτεριά στην πατρίδα!









Σκηνή 6η


Αφηγητής :Έκαναν πολλά οι Έλληνες! Έπαθαν και πολλά, κυρίως εξαιτίας της διχόνοιας τους. Όμως, όσο μεγάλα κι αν ήταν τα λάθη τους, όσους Έλληνες κι αν σκότωσαν οι Τούρκοι, σαν το ήθελε ο Θεός, είδαν τη λευτεριά να έρχεται. Η Ελλάδα ήτανε μικρό κράτος στην αρχή, μα, για αρχή, μεγάλο!
Για όλα αυτά που γίνανε στην επανάσταση κανείς δεν τα έγραψε πιο καλά από τον ποιητή, το Διονύσιο Σολωμό. 

Ύμνος εις την Ελευθερίαν

1  Σε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψη
Που με βία μετρά  τη γη.

2  Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

3  Εκεί μέσα εκατοικούσες
Πικραμένη, εντροπαλή,
Κι ένα στόμα εκαρτερούσες,
Έλα πάλι, να σου πη.

4  Άργειε νά 'λθη εκείνη η μέρα,
Και ήταν όλα σιωπηλά,
Γιατί τά 'σκιαζε η φοβέρα
Και τα πλάκωνε η σκλαβιά.

5  Δυστυχής! Παρηγορία
Μόνη σου έμενε να λες
Περασμένα μεγαλεία
Και διηγώντας τα να κλαις.

6  Τότε εσήκωνες το βλέμμα
Μες στα κλάματα θολό,
Και εις το ρούχο σου έσταζ’ αίμα,
Πλήθος αίμα Ελληνικό.
.
7 Εγαλήνευσε και εχύθη
Καταχθόνια μία βοή,
Και του Ρήγα σου απεκρίθη
Πολεμόκραχτη η φωνή.


8  Ω τρακόσιοι! Σηκωθήτε
Και ξανάλθετε σ’ εμάς
Τα παιδιά σας θέλ’ ιδήτε
Πόσο μοιάζουνε με σας.

9 Και εσύ αθάνατη, εσύ θεία,
Που ό,τι θέλεις ημπορείς,
Εις τον κάμπο, Ελευθερία,
Ματωμένη περπατείς.

10  Σ’ αυτό, εφώναξε, το χώμα
Στάσου ολόρθη, Ελευθεριά
Και φιλώντας σου στο στόμα
Μπαίνει μες στην εκκλησιά.


11  Κάθε πέτρα μνήμα ας γένη,
Και η θρησκεία κι η Ελευθεριά
Μ’ αργοπάτημα ας πηγαίνη
Μεταξύ τους, και ας μετρά.

12  Πνίγοντ’ όλοι οι πολεμάρχοι
Και δεν μνέσκει ένα κορμί
Χάρου, σκιά του Πατριάρχη,
Που σ’ επέταξαν εκεί.

13  Όλοι κλαύστε. Αποθαμένος
Ο αρχηγός της Εκκλησιάς
Κλαύστε, κλαύστε κρεμασμένος
Ωσάν νά 'τανε φονιάς.

14  » Η Διχόνοια που βαστάει
Ενα σκήπτρο η δολερή
Καθενός χαμογελάει,
Πάρ’ το, λέγοντας, και συ.

15  » Κειό το σκήπτρο που σας δείχνει
Έχει αλήθεια ωραία θωριά
Μην το πιάστε, γιατί ρίχνει
Εισέ δάκρυα θλιβερά.

16  » Μην ειπούν στο στοχασμό τους
Τα ξένα έθνη αληθινά:
Εάν μισούνται ανάμεσό τους
Δεν τους πρέπει ελευθεριά.

17  » Τέτοια αφήστενε φροντίδα
Όλο το αίμα οπού χυθή
Για θρησκεία και για πατρίδα
Όμοιαν έχει την τιμή.

18  » Στο αίμα αυτό, που δεν πονείτε
Για πατρίδα, για θρησκειά,
Σας ορκίζω, αγκαλιασθήτε
Σαν αδέλφια γκαρδιακά.

19  » Ω ακουσμένοι εις την ανδρεία!...
Καταστήστε ένα σταυρό,
Και φωνάξετε με μία:
Βασιλείς, κοιτάξτ’ εδώ.

20  »Το σημείον που προσκυνάτε
Είναι τούτο, και γι’αυτό
Ματωμένους μας κοιτάτε
Στον αγώνα το σκληρό.

21  » Ακατάπαυστα το βρίζουν
Τα σκυλιά και το πατούν
Και τα τέκνα του αφανίζουν
Και την πίστη αναγελούν.

22 » Τούτο ανίσως μελετάτε,
Ιδού, εμπρός σας τον Σταυρό
Βασιλείς! ελάτε, ελάτε,
Και κτυπήσετε κι εδώ».

23 Σε γνωρίζω από την κόψη
Του σπαθιού την τρομερή,
Σε γνωρίζω από την όψη
Που με βία μετρά  τη γη.

23 Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη
Των Ελλήνων τα ιερά,
Και σαν πρώτα ανδρειωμένη,
Χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

ΤΈΛΟΣ




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου