Μετά την πάροδο έτους από τη θέση σε αργία, το πειθαρχικό συμβούλιο υποχρεούται να γνωμοδοτήσει για τη συνέχιση ή μη της αργίας, άλλως η αργία αίρεται. Σε κάθε περίπτωση, η αργία αίρεται αυτοδικαίως μετά την πάροδο διετίας από την έκδοση της απόφασης θέσεως του υπαλλήλου σε αργία.
Επίσης, σημειώνεται ότι υπάλληλος που τελεί σε καθεστώς αργίας λαμβάνει το ήμισυ των αποδοχών του, με εξαίρεση την περίπτωση που στον υπάλληλο έχει επιβληθεί η πειθαρχική ποινή της οριστικής παύσης για το παράπτωμα της αδικαιολόγητης αποχής από την εκτέλεση των καθηκόντων, κατά την οποία δεν καταβάλλονται αποδοχές αργίας.
Προβλέπεται πλέον η επιβολή της πειθαρχικής ποινής της οριστικής παύσης μόνο στα περιοριστικώς αναφερόμενα σοβαρά πειθαρχικά παραπτώματα, καταργώντας τη δυνατότητα, υπό το προϊσχύον καθεστώς, επιβολής τής εν λόγω βαρύτατης ποινής για κάθε πειθαρχικό παράπτωμα.
Τέλος, επανακαθορίζεται η σύνθεση των πειθαρχικών συμβουλίων με την προσθήκη μελών σε αυτά προς ενίσχυση της αντιπροσωπευτικότητας των υπαλλήλων στις διαδικασίες ενώπιόν τους. Τα πρωτοβάθμια πειθαρχικά συμβούλια καθίστανται πενταμελή με προσθήκη, ως μελών τους, αιρετών εκπροσώπων των υπαλλήλων, με τους αναπληρωτές τους. Συγκεκριμένα προστίθενται στη σύνθεση των πειθαρχικών συμβουλίων δύο αιρετοί εκπρόσωποι με τους αναπληρωτές τους οι οποίοι είναι μέλη του Πενταμελούς Υπηρεσιακού Συμβουλίου στο οποίο υπάγεται ο διωκόμενος υπάλληλος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου